Ιερά Μητρόπολις Σισανίου και Σιατίστης
Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Δρυοβούνου
Η ιστορία της Ιεράς Μονής
Η Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Δρυοβούνου της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης ανήκει γεωγραφικά στον Δήμο Βοΐου της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά όρια του χωριού Δρυόβουνο, σε υψόμετρο 820 μέτρων, στους πρόποδες του βουνού του Άι-Γιώργη, το οποίο εντάσσεται στον ορεινό όγκο του Άσκιου.
Η ίδρυση της Μονής, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ανάγεται στον 13ο αιώνα, ωστόσο η ιστορία της στους μακρινούς αιώνες του παρελθόντος σκιαγραφείται πολύ αβέβαια και αμυδρά, χωρίς να είναι τεκμηριωμένη. Η παράδοση διηγείται ότι η Μονή της Παναγίας του Δρυοβούνου υπήρξε κάποτε επανδρωμένη από ικανό αριθμό μοναχών που διακρίνονταν για τις πνευματικές αρετές και την αγιωσύνη τους και αποτελούσαν καύχημα της περιοχής. Πρωτίστως όμως η θαυματουργική χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου καθιστούσε τη Μονή σταθερή καταφυγή, παραμυθία και στήριγμα των κατοίκων σε κάθε δυσχέρεια και πειρασμό. Κατά τον 18ο αιώνα, μαρτυρείται ότι επισκέφθηκε και ευλόγησε τη Μονή της Παναγίας ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, περιοδεύοντας στη Δυτική Μακεδονία (περί το 1775-1777 μ.Χ.).
Η έρευνα στις ιστορικές και εκκλησιαστικές πηγές για πληροφορίες και τεκμήρια αναφορικά με την παλαιότητα της Μονής δεν απέδωσε καρπούς. Επιβεβαιώνεται μόνο το γεγονός ότι τελευταίος Ηγούμενος διετέλεσε στη Μονή μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνος ο Ιερομόναχος Διονύσιος ο Σιατιστεύς και η αγία, μαρτυρική μορφή του αποτελεί την πολυτιμότερη παρακαταθήκη της Μονής της Παναγίας του Δρυοβούνου.
Ο Γέροντας Διονύσιος χαρακτηριζόταν από φλογερή πίστη, πνευματική καλλιέργεια, ασκητική λιτότητα, αδιάλειπτη προσευχή και προπάντων θυσιαστική αγάπη. Μέχρι το βαθύ γήρας αφόβως και αόκνως δίδασκε στους κατοίκους της περιοχής την πίστη και τα ιερά γράμματα, λειτουργώντας στη Μονή κρυφό σχολειό, κάτω από τα μάτια των Οθωμανών κατακτητών που ήταν εγκατεστημένοι σε φυλάκιο στο στρατηγικό ύψωμα του Άι- Γιώργη. Είτε ημέρα είτε νύχτα, νέοι και παιδιά από την περιοχή κατέβαιναν στο γειτονικό ρέμα και, οδεύοντας κατά μήκος του, εισέρχονταν από μυστική είσοδο σε μια υπόγεια στοά της Μονής (τμήμα της οποίας διασώζεται μέχρι σήμερα), με πόθο να μαθητεύσουν κοντά στον Γέροντα.
Με την αρετή και την άνωθεν σοφία του ο Γέροντας Διονύσιος θέρμαινε όχι μόνο τις καρδιές των χωριανών, αλλά κέρδισε επίσης την εκτίμηση του αλλογενούς φρουράρχου του Άι-Γιώργη, ο οποίος ευλαβείτο τον Γέροντα και ενίοτε τον επισκεπτόταν για να τον συμβουλευτεί, γι’ αυτό λεγόταν ότι ήταν φιλέλληνας, ίσως ακόμη και κρυπτοχριστιανός. Αντιθέτως, οι υποτελείς στρατιώτες του φθονούσαν τον Γέροντα και συχνά τον εκπείραζαν με ύβρεις, υλικές ζημίες, ακόμη και ξυλοδαρμούς. Επεδίωκαν να τον θανατώσουν, μολονότι ο φρούραρχος προσπαθούσε να τον προστατέψει και απειλούσε με αυστηρές ποινές, όποιους θα τολμούσαν να τον βλάψουν. Ώσπου, κάποια φορά που ο φρούραρχος έλειψε για λίγες ημέρες, κάποιοι στρατιώτες μεθυσμένοι από οίνο και τυφλωμένοι από μίσος κατέβηκαν στη Μονή της Παναγιάς. Ο Γέροντας αναμένοντας τι επρόκειτο να συμβεί, άνοιξε με θάρρος τη θύρα της Μονής και ταυτόχρονα τη θύρα του Παραδείσου. Ετελειώθη δια μαρτυρίου σε ηλικία άνω των ενενήντα ετών.
Την επομένη, οι βοσκοί της περιοχής είδαν έκπληκτοι ένα ασυνήθιστο φως πάνω από τη Μονή. Αναστατωμένοι φώναξαν λίγους χωρικούς ακόμη και εισήλθαν στον αυλόγυρο, όπου ο τόπος πλημμυριζόταν από άρρητη ευωδία. Βρήκαν τον σεπτό Ποιμένα απαγχονισμένο σε μια μικρή βελανιδιά δίπλα στον ναό, ενώ έφερε πολλαπλά τραύματα και κακώσεις που δήλωναν τον τρόπο του βασανισμού του. Για τον απαγχονισμό οι φονείς δεν χρησιμοποίησαν σχοινί, αλλά σφήνωσαν τον αυχένα του στη διχάλα που σχημάτιζαν οι δύο κύριοι κλάδοι του δένδρου. Οι πιστοί αυτοί χωρικοί με συγκίνηση, δέος και ευλάβεια κήδεψαν το μαρτυρικό σώμα του, χωρίς ωστόσο να μιλήσουν ευρέως για τον τόπο της ταφής. Ο φρούραρχος επιστρέφοντας αναζήτησε τον σεβάσμιο Γέροντα, αλλά οι στρατιώτες διέδωσαν ότι αυτοκτόνησε. Τέτοια φήμη δεν μπορούσε να γίνει πιστευτή, ωστόσο τηρήθηκε σιγή από το χωριό για το μαρτύριο και την ταφή του Γέροντος, ίσως από φόβο μήπως ο φρούραρχος ψάξει και ανακαλύψει τις φοβερές πληγές στο σκήνωμά του, οπότε τιμωρώντας τους υπαίτιους, θα εντεινόταν το μένος τους κατά του χωριού.
Η Μονή κατέπαυσε να λειτουργεί, έπειτα από τη μαρτυρική τελευτή του σεπτού Καθηγουμένου της Ιερομονάχου Διονυσίου του Σιατιστέως, περί τα μέσα του 19ου αιώνος. Με το πέρασμα του χρόνου, κατά τη διάρκεια των διαδοχικών, δεινών πολέμων στην περιφέρεια της Μακεδονίας, τα οικήματα της Μονής λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν, ενώ το Καθολικό μόλις που διασώθηκε μέχρι τη μεταπολεμική περίοδο.
Επρόκειτο για ναό λιθόκτιστο με δίρριχτη κεραποσκεπή στέγη. Είχε νάρθηκα με δύο εισόδους. Στον βόρειο τοίχο του νάρθηκα δέσποζε η τοιχογραφία της Υπαπαντής και ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος που έφερε στις γηραλέες αγκάλες του το βρέφος – Χριστό, μια παράσταση που ήταν προσφιλέστατη στους πιστούς, προπαντός στις μητέρες, οι οποίες αγαπούσαν να προσεύχονται για τα τέκνα τους όχι μόνο στην Παναγία, αλλά και στον «δίκαιον Πρεσβύτην». Ο κυρίως ναός περιγράφεται χαμηλότερος από τον νάρθηκα, σκοτεινός, με λιθόστρωτο δάπεδο. Στο ιερό διακρίνονταν βυζαντινές τοιχογραφίες ιδιαίτερου κάλλους και αξίας. Οι εικόνες του τέμπλου που περιφυλάχθηκαν μέχρι σήμερα σε ασφαλή τόπο, φιλοτεχνήθηκαν από τη γνωστή σχολή αγιογραφίας της Εράτυρας κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνος με τη μέριμνα του Καθηγουμένου Ιερομονάχου Διονυσίου του Σιατιστέως. Παλαιότερο κειμήλιο αποτελεί η εφέστια εικόνα της «Παναγίας της Καθοδηγητρίας», που χρονολογείται τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα ή και νωρίτερα.
Η ανακαίνιση του Καθολικού έγινε μεταπολεμικά από τον εφημέριο του χωριού, τον αείμνηστο π. Ανδρέα Λαζαρόπουλο, με τη συνδρομή και την εθελοντική εργασία των ευλαβών κατοίκων του χωριού. Εν συνεχείᾳ ο επόμενος εφημέριος, ο π. Στέφανος Τσαντίρης, από αγάπη για τη Μονή της Παναγίας, επιδόθηκε στην ανακαίνιση των κελλιών, με την ευλογία του Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης Αντωνίου. Κατέβαλε πολυετή προσωπικό μόχθο, παρακινώντας παράλληλα τους εγγύς και μακράν πιστούς, τους κατοίκους του χωριού και της ευρύτερης περιοχής, να ενισχύσουν και να συμβάλουν στο έργο αυτό. Κατά την έναρξη της ανακαινίσεως των κελλιών, δύο θαυμαστά σημεία έλαβαν χώρα και φανέρωσαν την ευδοκία του Θεού για την επάνδρωση της Μονής.
Το πρώτο είναι η εμφάνιση του τελευταίου Καθηγουμένου και Ιερομάρτυρος Διονυσίου του Σιατιστέως. Την όραση αξιώθηκε η κυρία Ανδρομάχη Νιτσιοπούλου, μια ευλαβής γυναίκα του χωριού, η οποία διακρινόταν για την αγαθότητα και την ευθύτητα του χαρακτήρα της, τη βαθειά πίστη και τη μεγάλη αγάπη της στην Παναγία. Γι’ αυτό φρόντιζε επί δεκαετίες τη Μονή της Θεοτόκου, ανάβοντας καθημερινά τα καντήλια και διατηρώντας καθαρό τον χώρο.
Μια ημέρα η κυρία Ανδρούλα, ηλικιωμένη πλέον, είχε φέρει τον γάιδαρό της να βοσκίσει στην περιοχή και είδε τον π. Στέφανο Τσαντίρη, ο οποίος βρισκόταν στα ερειπωμένα κελλιά αναλογιζόμενος πώς θα διαμορφωθούν οι χώροι. Δίπλα του στεκόταν ένας ψηλός, μελαχρινός, σεβάσμιος Γέροντας, με μακριά, γκρίζα γενειάδα και σοβαρό, έντονο βλέμμα και του μιλούσε γέρνοντας προς το μέρος του.
Η κυρία Ανδρούλα εντυπωσιάστηκε από τη σεπτή μορφή του Γέροντος και τον κοίταζε προσηλωμένη για ώρα, ώσπου ο π. Στέφανος έφυγε. Αργότερα, όταν ο π. Στέφανος τη συνάντησε στο χωριό, τη ρώτησε παραξενεμένος γιατί κοιτούσε τόσο επίμονα. Η κυρία Ανδρούλα αποκρίθηκε, «ποιος ήταν ο καλόγερος που σου μιλούσε;». Ο π. Στέφανος στην αρχή απάντησε αόριστα από συστολή, αργότερα όμως αποφάσισε να ομολογήσει στην κυρία Ανδρούλα ότι ήταν μόνος του εκείνη την ημέρα και την παρακάλεσε να του περιγράψει τι είδε, για να μη μείνει κρυφό το σημείο του Θεού.
Από την περιγραφή της η ιερή μορφή του Γέροντος δεν ταυτιζόταν με κανέναν από τους Αγίους, όπως εικονίζονταν αγιογραφημένοι ή όπως ακόμη εμφανίζονταν ενίοτε στους απλούς και αναγκεμένους χωρικούς, και ήταν βέβαιοι και οι δύο ότι δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον γνωστό έφορο της Μονής, τον Ιερομάρτυρα Διονύσιο τον Σιατιστέα, που επέβλεπε και κατηύθυνε την ανακαίνιση του τόπου. Τότε ο π. Στέφανος μερίμνησε να αγιογραφηθεί η μορφή του, σύμφωνα με τα λεπτομερή χαρακτηριστικά της θαυμαστής αυτής οράσεως.
Κατά την πρώτη επίσκεψη του στη Μονή ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας Σισανίου και Σιατίστης κ. Αθανάσιος, λίγες ημέρες έπειτα από την ενθρόνισή του, ακούγοντας την αφήγηση αυτή, επισήμανε ότι δεν είναι σπάνιο κατά τον καιρό της ανακαινίσεως ερειπωμένων Μονών, όχι για την λειτουργία των ναών τους, αλλά για την εγκατάσταση εκ νέου μοναχών, να εμφανίζονται οι άγιοι κτήτορες ή οικήτορες της Μονής, προκειμένου να δηλώσουν με ένα σημείο την ευαρέστησή τους και την αδιάλειπτη συμπαραστασή τους στη μοναχική βιοτή των νεόφυτων μελών της.
Ένα δεύτερο σημείο, κατά τα εγκαίνια των πτερύγων με τα κελλιά προκειμένου να κατοικηθούν για πρώτη φορά, συνέβη την ώρα του αγιασμού που τελέσθηκε από τον Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιο. Εμφανίσθηκαν τρία λευκά περιστέρια (ενώ δεν υπήρχαν στην περιοχή), τα οποία πέταξαν κυκλικά πάνω από το Καθολικό και κάθισαν στον μικρό τρούλο του ιερού μέχρι τη στιγμή της ευλογήσεως των εργασιών από τον Επίσκοπο.
Σύντομα τελέσθηκαν διαδοχικά από τον Επίσκοπο Αντώνιο οι πρώτες μοναχικές κουρές, της μοναχής Φεβρωνίας και της μοναχής Ευγενίας, οι οποίες έκτοτε κοπίασαν δι΄ έργων αγαθών και διά προσευχής μετά ζήλου· αγωνίσθηκαν «τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν», με τα ιδιαίτερα χαρίσματα και τα προσωπικά «τάλαντα» που έλαβαν από τον Θεό, τιμώντας το μοναχικό πολίτευμα και θέτοντας τις ρίζες για την ανάπτυξη του νέου μοναστικού δένδρου στη μικρή και αφανή Μονή της Θεοτόκου. Έπειτα από την κοίμηση της Γερόντισσας Ευγενίας και ακολούθως την εκδημία του Επισκόπου Αντωνίου, ο διάδοχος Επίσκοπος Παύλος έδωσε νέα ώθηση και ανακαίνιση στη Μονή, εργαζόμενος μάλιστα διά των ιδίων χειρών και ιδίων εξόδων. Επί της Αρχιερατίας του τελέσθηκε επίσης η κουρά της μοναχής Αγάπης από τον πεφιλημένο γείτονά του Επίσκοπο Καστορίας Σεραφείμ, ο οποίος χάρισε μία δεύτερη εξέχουσα ευλογία στη Μονή με τη συμμετοχή και τη σύμπραξή του στα εγκαίνια του Καθολικού, τα οποία τελέσθηκαν μόλις το έτος 2019 από τον Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας κ. Αθανάσιο.
Η Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου Δρυοβούνου από τη στιγμή της επανιδρύσεώς της λειτουργεί αδιαλείπτως, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, συμπορευόμενη με το χωριό που γειτνιάζει, υπό την άγρυπνη διαποίμανση των άκρως φιλομόναχων Επισκόπων της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης, με την σοφή πνευματική καθοδήγηση του χαρισματικού Γέροντος Στεφάνου, την αμέριστη υποστήριξη των εκλεκτών Μητέρων των γυναικείων Μονών της Μητροπόλεως «πολυμερώς και πολυτρόπως» και την αδελφική συμπαράσταση ολάκερης της μοναστικής ομηγύρεως της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης.
Εν κατακλείδι σημειώνεται ότι προ λίγων δεκαετιών ταυτίσθηκε προς καιρού από ορισμένους το όνομα του Καθηγουμένου της Μονής της Παναγίας του Δρυοβούνου, του Ιερομάρτυρος Διονυσίου του Σιατιστέως, με τον συνώνυμο Όσιο Διονύσιο τον Σιατιστέα της Βατοπαιδινής Σκήτης του Αγίου Δημητρίου στο Άγιον Όρος. Πλέον έχει ερευνηθεί και είναι γνωστή με περισσότερες λεπτομέρειες η ησυχαστική βιοτή του Οσίου Διονυσίου στο Άγιον Όρος, οπότε η Σιάτιστα καυχάται εξίσου για τα δύο άγια βλαστάρια της.
Ο Όσιος Διονύσιος ο Σιατιστεύς της Βατοπαιδινής Σκήτης του Αγίου Δημητρίου, γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνος και βαπτίσθηκε Δημήτριος. Αν και έλαβε στοιχειώδη μόρφωση, μεταβαίνοντας στο Άγιον Όρος διέπρεψε στον αγώνα της ασκήσεως και της προσευχής και έλαβε άνωθεν πλούσια χαρίσματα. Έζησε ησυχαστικά στη Σκήτη του Αγίου Δημητρίου με μια μικρή συνοδεία μέχρι την οσιακή τελευτή του. Από τον μαθητή του Ιερομόναχο Ιερόθεο, μετέπειτα κτήτορα της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Ύδρας, καταγράφηκαν και διασώθηκαν ορισμένα στοιχεία του βίου του.
Τα χαρίσματα που τον κοσμούσαν – όπως η εγκράτεια, η αδιάλειπτη προσευχή, η διάκριση, η παρηγορία, ο λόγος – τον κατέστησαν γνωστό πνευματικό πατέρα στο Άγιον Όρος και πολλοί προσέτρεχαν στο πετραχήλι του για να λάβουν καθοδήγηση και ανάπαυση. Έχαιρε ακόμη του σεβασμού και της φιλίας σύγχρονών του εξεχουσών μορφών του Αγίου Όρους, ακόμη και Πατριαρχών, ενώ εξομολογείτο σε αυτόν ο Άγιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Ε΄ κατά την εξαετή παραμονή του στον Άθωνα. Συνέγραψε το βιβλίο Ίχνος Χριστού, το οποίο επαινεί ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης με προσωπική του επιστολή προς τον Όσιο Διονύσιο τον Σιατιστέα.
Τη 19η Φεβρουαρίου του 1794, προγνωρίζοντας την ημέρα και την ώρα του θανάτου του, εισήλθε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης, την οποία ευλαβείτο ιδιαιτέρως, και αποχαιρετώντας τα πνευματικά του τέκνα εξεδήμησε προς τον Κύριο.